- προσεπικαταδέω
- Αεπιδένω, δένω επί πλέον κάτι πάνω σε κάτι άλλο με επίδεσμο ή ως επίδεσμο.[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + ἐπικαταδέω «δένω κάτι πάνω σε κάτι άλλο»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσεπικαταδεῖν — προσεπικαταδέω tie on pres inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)